Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πίπιζα οι πίπιζες
      γενική της πίπιζας
    αιτιατική την πίπιζα τις πίπιζες
     κλητική πίπιζα πίπιζες
Κατηγορία όπως «πέστροφα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
πίπιζα

  Ετυμολογία επεξεργασία

πίπιζα < (άμεσο δάνειο) αλβανική pipëza [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈpi.pi.za/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πί‐πι‐ζα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πίπιζα θηλυκό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία