ζουρνάς
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ζουρνάς | οι | ζουρνάδες |
γενική | του | ζουρνά | των | ζουρνάδων |
αιτιατική | τον | ζουρνά | τους | ζουρνάδες |
κλητική | ζουρνά | ζουρνάδες | ||
όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ζουρνάς αρσενικό
- (μουσικό όργανο) πνευστό λαϊκό όργανο
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
- πίπιζα
- ζουρνάς στη Βικιπαίδεια