φλαουτίστας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- φλαουτίστας < (άμεσο δάνειο) ιταλική flautista + -ς
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /fla.uˈti.stas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φλα‐ου‐τί‐στας
Ουσιαστικό
επεξεργασία
φλαουτίστας αρσενικό (θηλυκό φλαουτίστα)
Συγγενικά
επεξεργασία- φλάουτο
- φλαουτίστρια (θηλυκά ουσιαστικών για ερμηνευτές οργάνων σε -τρια δεν χρησιμοποιούνται συνήθως από μουσικούς)