φλαουτίστρια
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- φλαουτίστρια < φλαουτί(τας) + -τρια
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
φλαουτίστρια θηλυκό
- άλλη μορφή του φλαουτίστα
ΣημειώσειςΕπεξεργασία
- θηλυκά ουσιαστικών για ερμηνευτές οργάνων σε -τρια δεν χρησιμοποιούνται ποτέ από μουσικούς
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε φλαουτίστας
φλαουτίστρια
|