Ετυμολογία

επεξεργασία
 
πίνακας του Manet με ένα αγόρι που παίζει πίφερο
πίφερο < (άμεσο δάνειο) ιταλική fiffaro (ή και piffero) < γερμανική Pfeife (πίπα) < λατινική pipare (κάνω οξύ, ψηλό ήχο, τιτιβίζω)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈpi.fe.ɾo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πί‐φε‐ρο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πίφερο ουδέτερο άκλιτο

Σημειώσεις

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία