• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Είσοδος
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών

ευθύαυλος

  • Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Δείτε επίσης
      • 1.2.2 Μεταφράσεις

Ελληνικά (el) Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ευθύαυλος οι ευθύαυλοι
      γενική του ευθυαύλου
& ευθύαυλου
των ευθυαύλων
& ευθύαυλων
    αιτιατική τον ευθύαυλο τους ευθυαύλους
& ευθύαυλους
     κλητική ευθύαυλε ευθύαυλοι
όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

ευθύαυλος < καθαρεύουσα εὐθύαυλος, κατά το πλαγίαυλος. Μορφολογικά, ευθύ- + αυλός

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

ευθύαυλος αρσενικό

  • (μουσικό όργανο, λόγιο ή επίσημο) το κλαρινέτο

Δείτε επίσηςΕπεξεργασία

  • πλαγίαυλος (φλάουτο
  • βαρύαυλος
  • οξύαυλος

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    ευθύαυλος
  • → δείτε τη λέξη κλαρινέτο
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=ευθύαυλος&oldid=4954736"
Τελευταία επεξεργασία στις 6 Ιανουαρίου 2021, στις 00:42

Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 6 Ιανουαρίου 2021, στις 00:42.
  • Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie