ευθύαυλος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ευθύαυλος | οι | ευθύαυλοι |
γενική | του | ευθύαυλου & ευθυαύλου |
των | ευθύαυλων & ευθυαύλων |
αιτιατική | τον | ευθύαυλο | τους | ευθύαυλους & ευθυαύλους |
κλητική | ευθύαυλε | ευθύαυλοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ευθύαυλος < καθαρεύουσα εὐθύαυλος, κατά το πλαγίαυλος. Μορφολογικά, ευθύ- + αυλός
Ουσιαστικό επεξεργασία
ευθύαυλος αρσενικό
- (μουσικό όργανο, λόγιο ή επίσημο) το κλαρινέτο
Δείτε επίσης επεξεργασία
- πλαγίαυλος (φλάουτο
- βαρύαυλος
- οξύαυλος
Μεταφράσεις επεξεργασία
ευθύαυλος
|