πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κλαρινέτο τα κλαρινέτα
      γενική του κλαρινέτου των κλαρινέτων
    αιτιατική το κλαρινέτο τα κλαρινέτα
     κλητική κλαρινέτο κλαρινέτα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Κλαρινέτο.

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

κλαρινέτο ουδέτερο

  • (μουσικό όργανο) πνευστό ξύλινο μουσικό όργανο, αερόφωνο με μονό γλωσσίδι, κυλινδρικό, με κλειδιά που ανοιγοκλείνουν τρύπες. Είναι μέλος της συμφωνικής ορχήστρας (κυρίως τα κλαρινέτα που ηχούν σε σι ύφεση ή σε λα) και χαρακτηριστικό όργανο της τζαζ.

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία