κλαρινέτο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κλαρινέτο < (άμεσο δάνειο) ιταλική clarinetto, υποκοριστικό του clarino (κλαρίνο)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /kla.ɾiˈne.to/
Ουσιαστικό
επεξεργασίακλαρινέτο ουδέτερο
- (μουσικό όργανο) πνευστό ξύλινο μουσικό όργανο, αερόφωνο με μονό γλωσσίδι, κυλινδρικό, με κλειδιά που ανοιγοκλείνουν τρύπες. Είναι μέλος της συμφωνικής ορχήστρας (κυρίως τα κλαρινέτα που ηχούν σε σι ύφεση ή σε λα) και χαρακτηριστικό όργανο της τζαζ.
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- κλαρινετίστας (αρσενικό), κλαρινετίστα (θηλυκό)
- κλαριντζής (αρσενικό)
Δείτε επίσης
επεξεργασία- κλαρινέτο στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία κλαρινέτο