κλαρινετίστας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
κλαρινετίστας < (άμεσο δάνειο) ιταλική clarinettista (ο/η εκτελεστής κλαρινέτου) + -ς
Ουσιαστικό
επεξεργασία
κλαρινετίστας αρσενικό (θηλυκό κλαρινετίστα)
Δείτε επίσης
επεξεργασία- κλαρινιτζής (λαϊκό)
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κλαρινετίστας