ενικός         πληθυντικός  
clarinettiste clarinettistes

Ετυμολογία

επεξεργασία
clarinettiste < clarinette + -iste

Ουσιαστικό

επεξεργασία

clarinettiste (fr) αρσενικό ή θηλυκό



Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

επεξεργασία

clarinettiste (it) θηλυκό