δίαυλος
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | δίαυλος | οι | δίαυλοι |
γενική | του | διαύλου & δίαυλου |
των | διαύλων |
αιτιατική | τον | δίαυλο | τους | διαύλους & δίαυλους |
κλητική | δίαυλε | δίαυλοι | ||
όπως «δάσκαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈði.a.vlɔs/
- συλλαβισμός : δί‐αυ‐λος
Ετυμολογία 1Επεξεργασία
- δίαυλος < (λόγιο) αρχαία ελληνική δίαυλος (στενό πέρασμα) < (δια-) δί- + αὐλός
- για τους σύγχρονους όρους της τεχνολογίας < (σημασιολογικό δάνειο) αγγλική channel[1]
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
δίαυλος αρσενικό
- φυσικό ή τεχνητό κανάλι ναυσιπλοΐας
- (λόγιο) κύκλωμα μετάδοσης ραδιοτηλεοπτικών σημάτων
- (πληροφορική) καλώδιο ή κανάλι μετάδοσης πληροφοριών ή σημάτων σε ηλεκτρονικό υπολογιστή ή κύκλωμα
- (πληροφορική) bus: σύστημα αρτηριών και εξειδικευμένων υπολογιστών που συνδέει την κεντρική μονάδα επεξεργασίας (CPU), ενός μεγάλου υπολογιστή (mainframe), με την κεντρική μνήμη και τα άλλα υποσυστήματα
- (μεταφορικά) κανάλι ή τρόπος επικοινωνίας και ανταλλαγής πληροφοριών
Επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη αυλός
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
δίαυλος
Ετυμολογία 2Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
δίαυλος αρσενικό
- (αθλητισμός) αρχαίο αγώνισμα δρόμου δύο σταδίων
- (μουσικό όργανο) αρχαίο μουσικό όργανο με δύο αυλούς που τους έπαιζε με το στόμα του ένας αυλητής
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
αρχαίος αγώνας δρόμου
αρχαίο μουσικό όργανο
Επεξεργασία
- ↑ «δίαυλος» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
- ↑ Είσοδος/έξοδος (Ι/Ο) και η χρησιμότητά της, τμήμα Πληροφορικής & Τηλεπικοινωνιών του ΕΚΠΑ. Πρόσβαση 24/10/2019