άσκαυλος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | άσκαυλος | οι | άσκαυλοι |
γενική | του | άσκαυλου & ασκαύλου |
των | άσκαυλων & ασκαύλων |
αιτιατική | τον | άσκαυλο | τους | άσκαυλους & ασκαύλους |
κλητική | άσκαυλε | άσκαυλοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- άσκαυλος < ασκός + αυλός + -ος (→ δείτε (ελληνιστική κοινή) ἀσκαύλης)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈa.ska.vlos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ά‐σκαυ‐λος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαάσκαυλος αρσενικό
- (λόγιο, μουσικό όργανο) πνευστό μουσικό όργανο που αποτελείται από έναν ασκό και δύο αυλούς
- ※ Η ασκομαντούρα είναι απόγονος του άσκαυλου, ενός αρχαιότατου πνευστού μουσικού οργάνου για το οποίο υπάρχει αναφορά στη «Λυσιστράτη» του Αριστοφάνη. Ο μεγαλύτερος κωμικός ποιητής της αρχαίας Ελλάδας σύγκρινε μάλιστα τον ήχο που βγάζει ο άσκαυλος, όργανο - σύμβολο της ιερής μέθεξης, με αυτόν που κάνουν οι μέλισσες. Στην Κρήτη το όργανο φαίνεται πως ήταν πολύ διαδεδομένο μέχρι και τις αρχές του 20ου αιώνα. Χαρακτηριζόταν ως μουσικό ποιμενικό όργανο καθώς η χρήση του ήταν ευρύτατα διαδεδομένη στην Κρητική ύπαιθρο.
- Μπάρης Στέφανος, Μελαδάκη Ιουλία, Μελέτη και σχεδιασμός έκθεσης μουσικών κρητικών οργάνων με χρήση εξειδικευμένων ψηφιακών εφαρμογών, πτυχιακή εργασία, Τ.Ε.Ι. Δυτικής Ελλάδας, Σχολή Διοίκησης και Οικονομίας, Τμήμα Διοίκησης, Οικονομίας και Επικοινωνίας Πολιτιστικών και Τουριστικών Μονάδων, Πύργος 2019, σελ. 18
- ※ Σε αυτό το σημείο είναι χρήσιμο να παρουσιάσουμε ορισμένα στοιχεία όσον αφορά την έκταση, τις δυνατότητες και το ιστορικό υπόβαθρο του άσκαυλου (αγγείον/tulum) και της φλογέρας (χειλιαύλιν) που ήταν από τα πιο διαδεδομένα όργανα της περιοχής. Ο αρχαίος άσκαυλος κατασκευάζεται από δέρμα προβάτου. Ολόκληρο το τομάρι του ζώου αποτελεί έναν αεροθάλαμο στην απόληξη του οποίου τοποθετείται ένας διπλός ξύλινος ή κεράτινος αυλός απ’ όπου παράγεται ο ήχος. Ο οργανοπαίχτης τοποθετώντας πέντε δάχτυλα πάνω στου(sic)αυλούς που είναι κουρδισμένοι στον ίδιο τόνο, και ανοιγοκλείνοντας τις τρύπες, παράγει ήχο.
- Καλιοντζίδης Χρήστος, Οι μακρόσυρτοι σκοποί της Ματσούκας του Πόντου. Ένα ποιμενικό μουσικό ιδίωμα ως μέρος μουσικής παράστασης, διπλωματική εργασία, Πανεπιστήμιο Μακεδονίας, Τμήμα Μουσικής Επιστήμης & Τέχνης, Θεσσαλονίκη, 2022, σελ. 8
- ※ Η ασκομαντούρα είναι απόγονος του άσκαυλου, ενός αρχαιότατου πνευστού μουσικού οργάνου για το οποίο υπάρχει αναφορά στη «Λυσιστράτη» του Αριστοφάνη. Ο μεγαλύτερος κωμικός ποιητής της αρχαίας Ελλάδας σύγκρινε μάλιστα τον ήχο που βγάζει ο άσκαυλος, όργανο - σύμβολο της ιερής μέθεξης, με αυτόν που κάνουν οι μέλισσες. Στην Κρήτη το όργανο φαίνεται πως ήταν πολύ διαδεδομένο μέχρι και τις αρχές του 20ου αιώνα. Χαρακτηριζόταν ως μουσικό ποιμενικό όργανο καθώς η χρήση του ήταν ευρύτατα διαδεδομένη στην Κρητική ύπαιθρο.
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΥπώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- στα ποντιακά: αγγειό, αγγειόπουλλο
- άσκαυλος στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- άσκαυλος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- άσκαυλος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- άσκαυλος - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας