άσκαυλος
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | άσκαυλος | οι | άσκαυλοι |
γενική | του | ασκαύλου & άσκαυλου |
των | ασκαύλων & άσκαυλων |
αιτιατική | τον | άσκαυλο | τους | ασκαύλους & άσκαυλους |
κλητική | άσκαυλε | άσκαυλοι | ||
όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈa.ska.vlɔs/
- συλλαβισμός : ά‐σκαυ‐λος
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
άσκαυλος αρσενικό
- (μουσικό όργανο) πνευστό μουσικό όργανο που αποτελείται από έναν ασκό και δύο αυλούς