↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αντιπυραυλικός η αντιπυραυλική το αντιπυραυλικό
      γενική του αντιπυραυλικού της αντιπυραυλικής του αντιπυραυλικού
    αιτιατική τον αντιπυραυλικό την αντιπυραυλική το αντιπυραυλικό
     κλητική αντιπυραυλικέ αντιπυραυλική αντιπυραυλικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αντιπυραυλικοί οι αντιπυραυλικές τα αντιπυραυλικά
      γενική των αντιπυραυλικών των αντιπυραυλικών των αντιπυραυλικών
    αιτιατική τους αντιπυραυλικούς τις αντιπυραυλικές τα αντιπυραυλικά
     κλητική αντιπυραυλικοί αντιπυραυλικές αντιπυραυλικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αντιπυραυλικός < αντι- + πυραυλικός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική antimissile)

  Επίθετο

επεξεργασία

αντιπυραυλικός, -ή, -ό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία