Ετυμολογία

επεξεργασία
fuseau < παλαιά γαλλική fus, υποκοριστικό του λατινικού fusus, αδράχτι

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /fy.zo/

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /fy.zo/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
ενικός πληθυντικός
fuseau fuseaux

fuseau (fr) αρσενικό

  1. το αδράχτι
  2. (κατ' επέκταση) η μορφή του αδραχτιού
    colonne en fuseau
    jambes en fuseau

Εκφράσεις

επεξεργασία