fuseau
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- fuseau < παλαιά γαλλική fus, υποκοριστικό του λατινικού fusus, αδράχτι
Προφορά
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
---|---|
fuseau | fuseaux |
fuseau (fr) αρσενικό
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
fuseau | fuseaux |
fuseau (fr) αρσενικό