αδράχτι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | αδράχτι | τα | αδράχτια |
γενική | του | αδραχτιού | των | αδραχτιών |
αιτιατική | το | αδράχτι | τα | αδράχτια |
κλητική | αδράχτι | αδράχτια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αδράχτι < μεσαιωνική ελληνική αδράχτι < ελληνιστική κοινή ἀδράκτιον, υποκοριστικό του ἄδρακτος < αρχαία ελληνική ἄτρακτος
Ουσιαστικό
επεξεργασίααδράχτι ουδέτερο
- ξύλινο ή μεταλλικό κυλινδρικό εργαλείο με το οποίο γνέθουν το μαλλί
- ποσότητα του νήματος επάνω στο αδράχτι
- μεταλλικός ή ξύλινος άξονας διαφόρων μηχανημάτων
- (ναυτικός όρος) ο κυρίως κορμός μιας άγκυρας
Συγγενικά
επεξεργασία- αδράχνω
- αδραχτάκι
- αδραχτιά
- αδραχτιάζω
- → δείτε τη λέξη άτρακτος
Δείτε επίσης
επεξεργασία- τυλιγάδι
- βιβλιογραφικά δελτία ιδιωματικών τύπων του «αδράχτι» - Μνημεία νεοελληνικού λόγου @xanthi.islp.gr με δείγματα από το αρχείο των 3.700.000 περίπου δελτίων του του λεξικού ιδιωμάτων της Ακαδημίας ⌘ΙΛΝΕ
Μεταφράσεις
επεξεργασία αδράχτι
|