↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ατμάκατος οι ατμάκατοι (ατμάκατες)
      γενική της ατμακάτου των ατμακάτων
    αιτιατική την ατμάκατο τις ατμακάτους (ατμάκατες)
     κλητική ατμάκατε (ατμάκατο) ατμάκατοι (ατμάκατες)
Κατηγορία όπως «διάμετρος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ατμάκατος < ατμός (ατμ-) + άκατος, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική chaloupe à vapeur[1]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ατμάκατος θηλυκό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία