↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βενζινόκολλα οι βενζινόκολλες
      γενική της βενζινόκολλας
    αιτιατική τη βενζινόκολλα τις βενζινόκολλες
     κλητική βενζινόκολλα βενζινόκολλες
Κατηγορία όπως «πέστροφα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
βενζινόκολλα < βενζινό- + -κολλα

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ven.ziˈno.ko.la/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βεν‐ζι‐νό‐κολ‐λα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

βενζινόκολλα θηλυκό

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία