Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
βενζινόκολλα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Δείτε επίσης
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
βενζινόκολλ
α
οι
βενζινόκολλ
ες
γενική
της
βενζινόκολλ
ας
των
βενζινοκολλ
ών
αιτιατική
τη
βενζινόκολλ
α
τις
βενζινόκολλ
ες
κλητική
βενζινόκολλ
α
βενζινόκολλ
ες
Κατηγορία
όπως «
θάλασσα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
βενζινόκολλα
< από τα ουσιαστικά
βενζίνη
+
κόλλα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
βενζινόκολλα
θηλυκό
κόλλα
που παρασκευάζεται με βάση τη
βενζίνη
Δείτε επίσης
επεξεργασία
βενζίνη
κόλλα
αλευρόκολλα
αμυλόκολλα
δερματόκολλα
ξυλόκολλα
ρετσινόκολλα
ψαρόκολλα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
βενζινόκολλα