βενζίνα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | βενζίνα | οι | βενζίνες |
γενική | της | βενζίνας | των | βενζινών |
αιτιατική | τη | βενζίνα | τις | βενζίνες |
κλητική | βενζίνα | βενζίνες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- βενζίνα < οπτικό δάνειο από την ιταλική benzina. Συγκρίνετε με το μπενζίνα. Δείτε και βενζίνη.
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /venˈzi.na/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βεν‐ζί‐να
Ουσιαστικό
επεξεργασίαβενζίνα θηλυκό
- η βενζίνη (το καύσιμο)
- (μέσο μεταφορών, ναυτικός όρος) η βενζινάκατος
- ※ Οδηγημένη από τον καπετάνιο, πήδηξε στην βενζίνα, που έφευγε για τον Πειραιά και εξαφανίστηκε!
- Λιλή Ιακωβίδου Λίγες σταλαγματιές αίμα... [διήγημα]
- ※ Οδηγημένη από τον καπετάνιο, πήδηξε στην βενζίνα, που έφευγε για τον Πειραιά και εξαφανίστηκε!
Μεταφράσεις
επεξεργασία βενζίνα
|
Πηγές
επεξεργασία- βενζίνα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας