↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βενζίνα οι βενζίνες
      γενική της βενζίνας των βενζινών
    αιτιατική τη βενζίνα τις βενζίνες
     κλητική βενζίνα βενζίνες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
βενζίνα < οπτικό δάνειο από την ιταλική benzina. Συγκρίνετε με το μπενζίνα. Δείτε και βενζίνη.

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /venˈzi.na/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βεν‐ζί‐να

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

βενζίνα θηλυκό

  1. η βενζίνη (το καύσιμο)
  2. (μέσο μεταφορών, ναυτικός όρος) η βενζινάκατος
    ※  Οδηγημένη από τον καπετάνιο, πήδηξε στην βενζίνα, που έφευγε για τον Πειραιά και εξαφανίστηκε!
    Λιλή Ιακωβίδου Λίγες σταλαγματιές αίμα... [διήγημα]

  Μεταφράσεις

επεξεργασία