Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μπενζίνα οι μπενζίνες
      γενική της μπενζίνας των (μπενζινών)
    αιτιατική την μπενζίνα τις μπενζίνες
     κλητική μπενζίνα μπενζίνες
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μπενζίνα < (άμεσο δάνειο) ιταλική benzina (προφορά /benˈd͡zi.na/) < γερμανική Benzin (προφορά /bɛnˈt͡siːn/) Η τροπή προφοράς [d͡z] > [z], ίσως από την επίδραση του βενζίνη.[1] Δείτε και το ορθογραφικό δάνειο: βενζίνα

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /benˈzi.na/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μπεν‐ζί‐να

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μπενζίνα θηλυκό (λαϊκότροπο)

  1. η βενζίνη
  2. η βενζινάκατος

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία