μπενζίνα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μπενζίνα | οι | μπενζίνες |
γενική | της | μπενζίνας | των | (μπενζινών) |
αιτιατική | την | μπενζίνα | τις | μπενζίνες |
κλητική | μπενζίνα | μπενζίνες | ||
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μπενζίνα < (άμεσο δάνειο) ιταλική benzina (προφορά /benˈd͡zi.na/) < γερμανική Benzin (προφορά /bɛnˈt͡siːn/) Η τροπή προφοράς [d͡z] > [z], ίσως από την επίδραση του βενζίνη.[1] Δείτε και το ορθογραφικό δάνειο: βενζίνα
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /benˈzi.na/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μπεν‐ζί‐να
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμπενζίνα θηλυκό (λαϊκότροπο)
- η βενζίνη
- η βενζινάκατος
Μεταφράσεις
επεξεργασία μπενζίνα
→ δείτε τις λέξεις βενζίνη και βενζινάκατος |
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ μπενζίνα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας