benzino
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- benzino < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | benzino | benzinoj |
αιτιατική | benzinon | benzinojn |
benzino (eo)
- η βενζίνη
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | benzino | benzinoj |
αιτιατική | benzinon | benzinojn |
benzino (eo)