Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
βενζιναντλία
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
βενζιναντλί
α
οι
βενζιναντλί
ες
γενική
της
βενζιναντλί
ας
των
βενζιναντλι
ών
αιτιατική
τη
βενζιναντλί
α
τις
βενζιναντλί
ες
κλητική
βενζιναντλί
α
βενζιναντλί
ες
Κατηγορία
όπως «
σοφία
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
βενζιναντλία
<
βενζίνα
+
αντλία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
βενζιναντλία
θηλυκό
αντλία
που αντλεί
βενζίνα
από κάποιο αποθηκευτικό
χώρο
και την μεταφέρει
αλλού
Μεταφράσεις
επεξεργασία
βενζιναντλία