Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

σούπερμαν < αγγλική superman

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σούπερμαν αρσενικό άκλιτο

  1. υπεράνθρωπος
  2. Σούπερμαν: ήρωας κόμικς και κινηματογραφικών ταινιών

  Μεταφράσεις επεξεργασία