make it
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΈκφραση
επεξεργασίαmake it (en) (ιδιωματισμός)
- προλαβαίνω, πετυχαίνω να φτάσω εγκαίρως σε ένα μέρος, ειδικά όταν αυτό είναι δύσκολο
- ⮡ I think we’ll make it (on time).
- Νομίζω θα προλάβουμε.
- ⮡ I think we’ll make it (on time).
- τα καταφέρνω, είμαι σε θέση να είμαι παρών σε ένα μέρος
- ⮡ He’s going to come but I don’t know if he will make it.
- Είναι να έρθει, δεν ξέρω αν θα τα καταφέρει.
- ⮡ We won’t make it to the top.
- Δεν θα τα καταφέρουμε να φτάσουμε στην κορυφή.
- ⮡ I’m glad you could make it, buddy!
- Χαίρομαι που τα κατάφερες κι ήρθες, φίλε μου!
- ⮡ He’s going to come but I don’t know if he will make it.
- βγάζω, επιζώ μετά από μια σοβαρή ασθένεια ή ατύχημα, αντιμετωπίζω με επιτυχία μια δύσκολη εμπειρία