Ετυμολογία

επεξεργασία
make it < → δείτε τις λέξεις make και it

  Έκφραση

επεξεργασία

make it (en) (ιδιωματισμός)

  1. προλαβαίνω, πετυχαίνω να φτάσω εγκαίρως σε ένα μέρος, ειδικά όταν αυτό είναι δύσκολο
    ⮡  I think we’ll make it (on time).
    Νομίζω θα προλάβουμε.
  2. τα καταφέρνω, είμαι σε θέση να είμαι παρών σε ένα μέρος
    ⮡  He’s going to come but I don’t know if he will make it.
    Είναι να έρθει, δεν ξέρω αν θα τα καταφέρει.
    ⮡  We won’t make it to the top.
    Δεν θα τα καταφέρουμε να φτάσουμε στην κορυφή.
    ⮡  I’m glad you could make it, buddy!
    Χαίρομαι που τα κατάφερες κι ήρθες, φίλε μου!
  3. βγάζω, επιζώ μετά από μια σοβαρή ασθένεια ή ατύχημα, αντιμετωπίζω με επιτυχία μια δύσκολη εμπειρία
    ⮡  The patient won’t make it through the night.
    Ο άρρωστος δε θα βγάλει τη νύχτα.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη survive