Δείτε επίσης: ἐπιζῶ

  Ετυμολογία

επεξεργασία
επιζώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐπιζῶ (ζω επιπλέον), σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική survivre ή από την αγγλική survive[1] Συγχρονικά αναλύεται σε επι- + ζω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /e.piˈzo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐πι‐ζώ

επιζώ, αόρ.: επέζησα (ελλειπτικό ρήμα) χωρίς παθητική φωνή

  • εξακολουθώ να ζω μετά το θάνατο κάποιου, διαφεύγω το θάνατο «από τους καταπλακωθέντες από τον τοίχο δυο μόνο επέζησαν».
    ⮡  το όνομά του επέζησε στην ιστορία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία