Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η επιζωοτία οι επιζωοτίες
      γενική της επιζωοτίας των επιζωοτιών
    αιτιατική την επιζωοτία τις επιζωοτίες
     κλητική επιζωοτία επιζωοτίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

επιζωοτία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική épizootie < ἐπί + ελληνιστική κοινή ζῳότης < ζῷον

  Ουσιαστικό επεξεργασία

επιζωοτία θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία