Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ενζωοτία οι ενζωοτίες
      γενική της ενζωοτίας των ενζωοτιών
    αιτιατική την ενζωοτία τις ενζωοτίες
     κλητική ενζωοτία ενζωοτίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ενζωοτία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική < αρχαία ελληνική ἐν + ελληνιστική κοινή ζῳότης < αρχαία ελληνική ζῷον

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ενζωοτία θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία