ενζωοτία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ενζωοτία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική < αρχαία ελληνική ἐν + ελληνιστική κοινή ζῳότης < αρχαία ελληνική ζῷον
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενζωοτία θηλυκό
- (κτηνιατρική) επιδημική αρρώστια που προσβάλλει τα ζώα μιας μόνο μικρής περιοχής ή ενός αγροκτήματος ή με μόνιμο τρόπο ή μόνο σε ορισμένες εποχές
Συγγενικά
επεξεργασία- ενζωοτικός
- → δείτε τις λέξεις εν και ζώο