Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ενζωοτικός η ενζωοτική το ενζωοτικό
      γενική του ενζωοτικού της ενζωοτικής του ενζωοτικού
    αιτιατική τον ενζωοτικό την ενζωοτική το ενζωοτικό
     κλητική ενζωοτικέ ενζωοτική ενζωοτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ενζωοτικοί οι ενζωοτικές τα ενζωοτικά
      γενική των ενζωοτικών των ενζωοτικών των ενζωοτικών
    αιτιατική τους ενζωοτικούς τις ενζωοτικές τα ενζωοτικά
     κλητική ενζωοτικοί ενζωοτικές ενζωοτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ενζωοτικός < ενζωοτ(ία) + -ικός

  Επίθετο επεξεργασία

ενζωοτικός

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία