Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ενζωοτικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ενζωοτικ
ός
η
ενζωοτικ
ή
το
ενζωοτικ
ό
γενική
του
ενζωοτικ
ού
της
ενζωοτικ
ής
του
ενζωοτικ
ού
αιτιατική
τον
ενζωοτικ
ό
την
ενζωοτικ
ή
το
ενζωοτικ
ό
κλητική
ενζωοτικ
έ
ενζωοτικ
ή
ενζωοτικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ενζωοτικ
οί
οι
ενζωοτικ
ές
τα
ενζωοτικ
ά
γενική
των
ενζωοτικ
ών
των
ενζωοτικ
ών
των
ενζωοτικ
ών
αιτιατική
τους
ενζωοτικ
ούς
τις
ενζωοτικ
ές
τα
ενζωοτικ
ά
κλητική
ενζωοτικ
οί
ενζωοτικ
ές
ενζωοτικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ενζωοτικός
<
ενζωοτ(ία)
+
-ικός
Επίθετο
επεξεργασία
ενζωοτικός
(
κτηνιατρική
) που έχει
σχέση
με την
ενζωοτία
ή αναφέρεται σ’ αυτή
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
ενζωοτία
και
ζώο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ενζωοτικός
αγγλικά
:
enzoootic
(en)
γαλλικά
:
enzootique
(fr)