ενζωοτικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- ενζωοτικός < ενζωοτ(ία) + -ικός
Επίθετο
επεξεργασία
ενζωοτικός
- (κτηνιατρική) που έχει σχέση με την ενζωοτία ή αναφέρεται σ’ αυτή
ενζωοτικός