επιζωοτικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- επιζωοτικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική épizootique < αρχαία ελληνική ἐπί + ζῷον
Επίθετο
επεξεργασίαεπιζωοτικός
- (κτηνιατρική, επιδημιολογία) που σχετίζεται με την επιζωοτία ή αναφέρεται σε αυτήν
Δείτε επίσης
επεξεργασία- epizootic στην αγγλική Βικιπαίδεια