Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /e.pi.zɔ.ɔ.tik/

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
épizootique épizootiques

épizootique (fr) αρσενικό ή θηλυκό