επιζών
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | επιζών & επιζώντας |
η | επιζώσα | το | επιζών |
γενική | του | επιζώντος & επιζώντα |
της | επιζώσας & επιζώσης* |
του | επιζώντος |
αιτιατική | τον | επιζώντα | την | επιζώσα | το | επιζών |
κλητική | επιζών & επιζώντα |
επιζώσα | επιζών | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | επιζώντες | οι | επιζώσες | τα | επιζώντα |
γενική | των | επιζώντων | των | επιζωσών | των | επιζώντων |
αιτιατική | τους | επιζώντες | τις | επιζώσες | τα | επιζώντα |
κλητική | επιζώντες | επιζώσες | επιζώντα | |||
Οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ῶν -ῶσα, -ῶν από συναίρεση -άων, -άουσα, -άον Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές. * παλιότερος λόγιος τύπος | ||||||
ομάδα 'κυβερνών', Κατηγορία όπως «κυβερνών» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- επιζών < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐπιζῶν, μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος ἐπιζῶ (επιβιώνω) < ἐπί + ζήω / ζάω / ζῶ (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική survivant ή από την αγγλική survivor[1])
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /e.piˈzon/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐πι‐ζών
Μετοχή
επεξεργασίαεπιζών, -ώσα, -ών
- που επιζεί
- (ως ουσιαστικό) αυτός που επιζεί, ιδίως μετά από ένα καταστροφικό γεγονός που για άλλους υπήρξε θανατηφόρο
- ⮡ Ήταν ένα ναυάγιο που δεν άφησε επιζώντες.
- (ως επίθετο) που επιζεί, ιδίως μετά από ένα καταστροφικό γεγονός που για άλλους υπήρξε θανατηφόρο
- ⮡ Όλοι οι επιζώντες επιβάτες του άτυχου λεωφορείου μεταφέρθηκαν στα κοντινότερα νοσοκομεία.
- (ως ουσιαστικό) αυτός που επιζεί, ιδίως μετά από ένα καταστροφικό γεγονός που για άλλους υπήρξε θανατηφόρο
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ Στο λήμμα επιζών - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας αναφέρεται ότι είναι μεταφραστικό δάνειο, όμως η λέξη υπήρχε στα αρχαία ελληνικά, με κάπως διαφορετική σημασία, και απέκτησε καινούργια σημασία ως σημασιολογικό δάνειο…