survivor
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
survivor | survivors |
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
survivor (en)
Σημειώσεις επεξεργασία
(εσφαλμένα/κακομεταφράσεις: rescued (en): διασωθείς (προσοχή, ο διασωθείς στην ονομαστική ενικού έχει κατάληξη "-εις"), σωσμένος)