ενικός         πληθυντικός  
survivor survivors

  Ετυμολογία

επεξεργασία
survivor < survive + -or

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /sɚˈvaɪvɚ/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

survivor (en)

Σημειώσεις

επεξεργασία

(εσφαλμένα/κακομεταφράσεις: rescued (en): διασωθείς (προσοχή, ο διασωθείς στην ονομαστική ενικού έχει κατάληξη "-εις"), σωσμένος)