επιβιώσας
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- επιβιώσας < αρχαία ελληνική ἐπιβιώσας, μετοχή ενεργητικού αορίστου του ρήματος ἐπιβιόω-ῶ < ἐπί (επι-) + βιόω-ῶ < βίος
ΜετοχήΕπεξεργασία
- (λόγιο) που επιβίωσε παρά τις αντίξοες συνθήκες
- (μεταφορικά) που δεν ηττήθηκε ή δεν βγήκε χαμένος, άφραγκος
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
- δημοτική: επιβιώσαντας
- επιζών