επιβιώσας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | επιβιώσας & επιβιώσαντας |
η | επιβιώσασα | το | επιβιώσαν |
γενική | του | επιβιώσαντος & επιβιώσαντα |
της | επιβιώσασας & επιβιωσάσης* |
του | επιβιώσαντος |
αιτιατική | τον | επιβιώσαντα | την | επιβιώσασα | το | επιβιώσαν |
κλητική | επιβιώσας & επιβιώσαντα |
επιβιώσασα | επιβιώσαν | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | επιβιώσαντες | οι | επιβιώσασες | τα | επιβιώσαντα |
γενική | των | επιβιωσάντων | των | επιβιωσασών | των | επιβιωσάντων |
αιτιατική | τους | επιβιώσαντες | τις | επιβιώσασες | τα | επιβιώσαντα |
κλητική | επιβιώσαντες | επιβιώσασες | επιβιώσαντα | |||
Οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ας, -ασα, -αν Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές. * παλιότερος λόγιος τύπος | ||||||
ομάδα 'λήξας', Κατηγορία όπως «λήξας» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
- επιβιώσας < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐπιβιώσας, μετοχή ενεργητικού αορίστου του ρήματος ἐπιβιόω-ῶ < ἐπί (επι-) + βιόω-ῶ < βίος
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /e.pi.viˈo.sas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐πι‐βι‐ώ‐σας
Μετοχή επεξεργασία
επιβιώσας, -ασα, -αν
- (λόγιο) που επιβίωσε παρά τις αντίξοες συνθήκες
- (μεταφορικά) που δεν ηττήθηκε ή δεν βγήκε χαμένος, άφραγκος
Άλλες μορφές επεξεργασία
- επιβιώσαντας (με καταλήξεις της δημοτικής)