Δείτε επίσης: ἀποβιώσας

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αποβιώσας η αποβιώσασα το αποβιώσαν
      γενική του αποβιώσαντος
αποβιώσαντα1
της αποβιώσασας
αποβιωσάσης*
του αποβιώσαντος
    αιτιατική τον αποβιώσαντα την αποβιώσασα το αποβιώσαν
     κλητική αποβιώσας αποβιώσασα αποβιώσαν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αποβιώσαντες οι αποβιώσασες τα αποβιώσαντα
      γενική των αποβιωσάντων των αποβιωσασών των αποβιωσάντων
    αιτιατική τους αποβιώσαντες τις αποβιώσασες τα αποβιώσαντα
     κλητική αποβιώσαντες αποβιώσασες αποβιώσαντα
Οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ας, -ασα, -αν
1 νεότερος τύπος
* παλιότερος λόγιος τύπος
ομάδα 'λήξας', Κατηγορία όπως «κλέψας» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αποβιώσας < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀποβιώσας, μετοχή ενεργητικού αορίστου του ρήματος ἀποβιόω / ἀποβιῶ < ἀπό + αρχαία ελληνική βιόω / βιῶ

  Επίθετο επεξεργασία

αποβιώσας, -ασα, -αν

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη βίος

  Μεταφράσεις επεξεργασία