αποβιώσας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | αποβιώσας | η | αποβιώσασα | το | αποβιώσαν |
γενική | του | αποβιώσαντος & αποβιώσαντα1 |
της | αποβιώσασας & αποβιωσάσης* |
του | αποβιώσαντος |
αιτιατική | τον | αποβιώσαντα | την | αποβιώσασα | το | αποβιώσαν |
κλητική | αποβιώσας | αποβιώσασα | αποβιώσαν | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | αποβιώσαντες | οι | αποβιώσασες | τα | αποβιώσαντα |
γενική | των | αποβιωσάντων | των | αποβιωσασών | των | αποβιωσάντων |
αιτιατική | τους | αποβιώσαντες | τις | αποβιώσασες | τα | αποβιώσαντα |
κλητική | αποβιώσαντες | αποβιώσασες | αποβιώσαντα | |||
Οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ας, -ασα, -αν 1 νεότερος τύπος * παλιότερος λόγιος τύπος | ||||||
ομάδα 'λήξας', Κατηγορία όπως «κλέψας» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αποβιώσας < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀποβιώσας, μετοχή ενεργητικού αορίστου του ρήματος ἀποβιόω / ἀποβιῶ < ἀπό + αρχαία ελληνική βιόω / βιῶ
Επίθετο
επεξεργασίααποβιώσας, -ασα, -αν
- (λόγιο) μετοχή ενεργητικού αορίστου (απεβίωσα) του ρήματος αποβιώνω: που αποβίωσε
- ※ Η Όλγα Καζάσογλου, κόρη του αποβιώσαντος προ ετών γνωστού εφοπλιστή του Λονδίνου, εξαφανίστηκε από την οικία της από προχθές, κάτω από μυστηριώδεις συνθήκες. (Γιάννης Μαρής (1959) Επικίνδυνο καλοκαίρι [νουβέλα])
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη βίος