Δείτε επίσης: αποβιώσας
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ἀποβιώσᾱς ἀποβιώσᾱσ τὸ ἀποβιῶσᾰν
      γενική τοῦ ἀποβιώσᾰντος τῆς ἀποβιωσᾱ́σης τοῦ ἀποβιώσᾰντος
      δοτική τῷ ἀποβιώσᾰντ τῇ ἀποβιωσᾱ́σ τῷ ἀποβιώσᾰντ
    αιτιατική τὸν ἀποβιώσᾰντ τὴν ἀποβιώσᾱσᾰν τὸ ἀποβιῶσᾰν
     κλητική ! ἀποβιώσᾱς ἀποβιώσᾱσ ἀποβιῶσᾰν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ ἀποβιώσᾰντες αἱ ἀποβιώσᾱσαι τὰ ἀποβιώσᾰντ
      γενική τῶν ἀποβιωσᾰ́ντων τῶν ἀποβιωσᾱσῶν τῶν ἀποβιωσᾰ́ντων
      δοτική τοῖς ἀποβιώσᾱσῐ(ν) ταῖς ἀποβιωσᾱ́σαις τοῖς ἀποβιώσᾱσῐ(ν)
    αιτιατική τοὺς ἀποβιώσᾰντᾰς τὰς ἀποβιωσᾱ́σᾱς τὰ ἀποβιώσᾰντ
     κλητική ! ἀποβιώσᾰντες ἀποβιώσᾱσαι ἀποβιώσᾰντ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἀποβιώσᾰντε τὼ ἀποβιωσᾱ́σ τὼ ἀποβιώσᾰντε
      γεν-δοτ τοῖν ἀποβιώσᾰ́ντοιν τοῖν ἀποβιωσᾱ́σαιν τοῖν ἀποβιωσᾰ́ντοιν
3η&1η κλίση, Κατηγορία 'λύσας' όπως «νικήσας» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

ἀποβιώσας, -ασα, -αν