Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ἀποβιώσας
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Δείτε επίσης
:
αποβιώσας
Αρχαία ελληνικά
(grc)
επεξεργασία
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
↓
πτώσεις
ενικός
ονομαστική
ὁ
ἀποβιώσᾱ
ς
ἡ
ἀποβιώσᾱσ
ᾰ
τὸ
ἀποβιῶσᾰν
γενική
τοῦ
ἀποβιώσᾰντ
ος
τῆς
ἀποβιωσᾱ́σ
ης
τοῦ
ἀποβιώσᾰντ
ος
δοτική
τῷ
ἀποβιώσᾰντ
ῐ
τῇ
ἀποβιωσᾱ́σ
ῃ
τῷ
ἀποβιώσᾰντ
ῐ
αιτιατική
τὸν
ἀποβιώσᾰντ
ᾰ
τὴν
ἀποβιώσᾱσ
ᾰν
τὸ
ἀποβιῶσᾰν
κλητική
ὦ
!
ἀποβιώσᾱ
ς
ἀποβιώσᾱσ
ᾰ
ἀποβιῶσᾰν
↓
πτώσεις
πληθυντικός
ονομαστική
οἱ
ἀποβιώσᾰντ
ες
αἱ
ἀποβιώσᾱσ
αι
τὰ
ἀποβιώσᾰντ
ᾰ
γενική
τῶν
ἀποβιωσᾰ́ντ
ων
τῶν
ἀποβιωσᾱσ
ῶν
τῶν
ἀποβιωσᾰ́ντ
ων
δοτική
τοῖς
ἀποβιώσᾱ
σῐ
(
ν
)
ταῖς
ἀποβιωσᾱ́σ
αις
τοῖς
ἀποβιώσᾱ
σῐ
(
ν
)
αιτιατική
τοὺς
ἀποβιώσᾰντ
ᾰς
τὰς
ἀποβιωσᾱ́σ
ᾱς
τὰ
ἀποβιώσᾰντ
ᾰ
κλητική
ὦ
!
ἀποβιώσᾰντ
ες
ἀποβιώσᾱσ
αι
ἀποβιώσᾰντ
ᾰ
δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ
τὼ
ἀποβιώσᾰντ
ε
τὼ
ἀποβιωσᾱ́σ
ᾱ
τὼ
ἀποβιώσᾰντ
ε
γεν-δοτ
τοῖν
ἀποβιώσᾰ́ντ
οιν
τοῖν
ἀποβιωσᾱ́σ
αιν
τοῖν
ἀποβιωσᾰ́ντ
οιν
3η&1η κλίση
,
Κατηγορία 'λύσας'
όπως «
νικήσας
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
ἀποβιώσας, -ασα, -αν
μετοχή
ενεργητικού
αορίστου
(
ἀπεβίωσα
)
του ρήματος
ἀποβιῶ, ἀποβιόω
:
αποβιώσας