ζων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ζων & ζώντας |
η | ζώσα | το | ζων |
γενική | του | ζώντος & ζώντα |
της | ζώσας & ζώσης* |
του | ζώντος |
αιτιατική | τον | ζώντα | τη | ζώσα | το | ζων |
κλητική | ζων & ζώντα |
ζώσα | ζων | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ζώντες | οι | ζώσες | τα | ζώντα |
γενική | των | ζώντων | των | ζωσών | των | ζώντων |
αιτιατική | τους | ζώντες | τις | ζώσες | τα | ζώντα |
κλητική | ζώντες | ζώσες | ζώντα | |||
Οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ῶν -ῶσα, -ῶν από συναίρεση -άων, -άουσα, -άον Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές. * παλιότερος λόγιος τύπος | ||||||
ομάδα 'κυβερνών', Κατηγορία όπως «κυβερνών» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ζων < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ζῶν, μετοχή του ζῶ
Προφορά
επεξεργασίαΜετοχή
επεξεργασίαζων, ζώσα, ζων
Εκφράσεις
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ζων
|
Πηγές
επεξεργασία- ζων - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ζων - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)