↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο λευκοντυμένος η λευκοντυμένη το λευκοντυμένο
      γενική του λευκοντυμένου της λευκοντυμένης του λευκοντυμένου
    αιτιατική τον λευκοντυμένο τη λευκοντυμένη το λευκοντυμένο
     κλητική λευκοντυμένε λευκοντυμένη λευκοντυμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι λευκοντυμένοι οι λευκοντυμένες τα λευκοντυμένα
      γενική των λευκοντυμένων των λευκοντυμένων των λευκοντυμένων
    αιτιατική τους λευκοντυμένους τις λευκοντυμένες τα λευκοντυμένα
     κλητική λευκοντυμένοι λευκοντυμένες λευκοντυμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
λευκοντυμένος < λευκός + -ο- + ντυμένος

λευκοντυμένος

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία