Ετυμολογία

επεξεργασία
μαυροφορώ < μεσαιωνική ελληνική μαυροφορώ < μαυροφόρος < ελληνιστική κοινή μαῦρος + αρχαία ελληνική φέρω

μαυροφορώ

  1. (αμετάβατο) φορώ μαύρα (ρούχα)
  2. (αμετάβατο) πενθώ και ντύνομαι στα μαύρα
  3. (μεταβατικό) βυθίζω μια άλλη οικογένεια ή άτομο στο πένθος, το κάνω να βάλει μαύρα, επειδή σκοτώνω κάποιον συγγενή του

Συνώνυμα

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία