μαυροφορώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μαυροφορώ < μεσαιωνική ελληνική μαυροφορώ < μαυροφόρος < ελληνιστική κοινή μαῦρος + αρχαία ελληνική φέρω
Ρήμα
επεξεργασίαμαυροφορώ
- (αμετάβατο) φορώ μαύρα (ρούχα)
- (αμετάβατο) πενθώ και ντύνομαι στα μαύρα
- (μεταβατικό) βυθίζω μια άλλη οικογένεια ή άτομο στο πένθος, το κάνω να βάλει μαύρα, επειδή σκοτώνω κάποιον συγγενή του
Συνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη λευκοφορώ
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις μαυροφόρος, μαύρος, φορώ και φέρω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | μαυροφορώ | μαυροφορούσα | θα μαυροφορώ | να μαυροφορώ | μαυροφορώντας | |
β' ενικ. | μαυροφορείς | μαυροφορούσες | θα μαυροφορείς | να μαυροφορείς | (μαυροφόρει) | |
γ' ενικ. | μαυροφορεί | μαυροφορούσε | θα μαυροφορεί | να μαυροφορεί | ||
α' πληθ. | μαυροφορούμε | μαυροφορούσαμε | θα μαυροφορούμε | να μαυροφορούμε | ||
β' πληθ. | μαυροφορείτε | μαυροφορούσατε | θα μαυροφορείτε | να μαυροφορείτε | μαυροφορείτε | |
γ' πληθ. | μαυροφορούν(ε) | μαυροφορούσαν(ε) | θα μαυροφορούν(ε) | να μαυροφορούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | μαυροφόρησα | θα μαυροφορήσω | να μαυροφορήσω | μαυροφορήσει | ||
β' ενικ. | μαυροφόρησες | θα μαυροφορήσεις | να μαυροφορήσεις | μαυροφόρησε | ||
γ' ενικ. | μαυροφόρησε | θα μαυροφορήσει | να μαυροφορήσει | |||
α' πληθ. | μαυροφορήσαμε | θα μαυροφορήσουμε | να μαυροφορήσουμε | |||
β' πληθ. | μαυροφορήσατε | θα μαυροφορήσετε | να μαυροφορήσετε | μαυροφορήστε | ||
γ' πληθ. | μαυροφόρησαν μαυροφορήσαν(ε) |
θα μαυροφορήσουν(ε) | να μαυροφορήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω μαυροφορήσει | είχα μαυροφορήσει | θα έχω μαυροφορήσει | να έχω μαυροφορήσει | ||
β' ενικ. | έχεις μαυροφορήσει | είχες μαυροφορήσει | θα έχεις μαυροφορήσει | να έχεις μαυροφορήσει | ||
γ' ενικ. | έχει μαυροφορήσει | είχε μαυροφορήσει | θα έχει μαυροφορήσει | να έχει μαυροφορήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε μαυροφορήσει | είχαμε μαυροφορήσει | θα έχουμε μαυροφορήσει | να έχουμε μαυροφορήσει | ||
β' πληθ. | έχετε μαυροφορήσει | είχατε μαυροφορήσει | θα έχετε μαυροφορήσει | να έχετε μαυροφορήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν μαυροφορήσει | είχαν μαυροφορήσει | θα έχουν μαυροφορήσει | να έχουν μαυροφορήσει |
|