μαῦρος
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ/ἡ | μαῦρος | τὸ | μαῦρον | ||
γενική | τοῦ/τῆς | μαύρου | τοῦ | μαύρου | ||
δοτική | τῷ/τῇ | μαύρῳ | τῷ | μαύρῳ | ||
αιτιατική | τὸν/τὴν | μαῦρον | τὸ | μαῦρον | ||
κλητική ὦ! | μαῦρε | μαῦρον | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | μαῦροι | τὰ | μαῦρᾰ | ||
γενική | τῶν | μαύρων | τῶν | μαύρων | ||
δοτική | τοῖς/ταῖς | μαύροις | τοῖς | μαύροις | ||
αιτιατική | τοὺς/τὰς | μαύρους | τὰ | μαῦρᾰ | ||
κλητική ὦ! | μαῦροι | μαῦρᾰ | ||||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μαύρω | τὼ | μαύρω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | μαύροιν | τοῖν | μαύροιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «χυδαῖος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
- μαῦρος ή μαυρός < μαυρόω / μαυρῶ (αναδρομικός σχηματισμός) < αρχαία ελληνική ἀμαυρόω / ἀμαυρῶ < ἀμαυρός (δυσδιάκριτος, σκοτεινός) [1]
Επίθετο επεξεργασία
μαῦρος, -ος, -ον
- (ελληνιστική κοινή) μεταγενέστερο τύπος του ἀμαυρός: μαύρος
- ※ <μαῦρον>· τὸ ἀμαυρόν. ἀσθενές. ἢ μωρόν (⌘ Ἡσύχιος (5ος αιώνας κε), Γλῶσσαι, Μ)
Σημειώσεις επεξεργασία
- σπάνιος τύπος στην αρχαία ελληνική. Απαντά στον Ησύχιο και σε κάποιους κώδικες αντί του μαυρός/ἀμαυρός. Η χρήση του καθιερώνεται στα βυζαντινά χρόνια.
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ μαύρος - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές επεξεργασία
- μαῦρος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.