κατάμαυρος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- κατάμαυρος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κατάμαυρος < κατά- + μαῦρος
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /kaˈta.ma.vɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐τά‐μαυ‐ρος
Επίθετο
επεξεργασία
κατάμαυρος, -η, -ο (χωρίς παραθετικά)
- (επιτατικό επίθετο) που είναι τελείως μαύρος
Συνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
κατάμαυρος
Συγγενικά
επεξεργασία- καταμαυρίζω
- καταμαυρῶ, καταμαυρώνω (επισκιάζω, εξασθενίζω)
Πηγές
επεξεργασία
- κατάμαυρος - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].