καταμαυρίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καταμαυρίζω < κατα- + μαυρίζω • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ρήμα
επεξεργασίακαταμαυρίζω
- μαυρίζω ιδιαιτέρως, πολύ
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | καταμαυρίζω | καταμαύριζα | θα καταμαυρίζω | να καταμαυρίζω | καταμαυρίζοντας | |
β' ενικ. | καταμαυρίζεις | καταμαύριζες | θα καταμαυρίζεις | να καταμαυρίζεις | καταμαύριζε | |
γ' ενικ. | καταμαυρίζει | καταμαύριζε | θα καταμαυρίζει | να καταμαυρίζει | ||
α' πληθ. | καταμαυρίζουμε | καταμαυρίζαμε | θα καταμαυρίζουμε | να καταμαυρίζουμε | ||
β' πληθ. | καταμαυρίζετε | καταμαυρίζατε | θα καταμαυρίζετε | να καταμαυρίζετε | καταμαυρίζετε | |
γ' πληθ. | καταμαυρίζουν(ε) | καταμαύριζαν καταμαυρίζαν(ε) |
θα καταμαυρίζουν(ε) | να καταμαυρίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | καταμαύρισα | θα καταμαυρίσω | να καταμαυρίσω | καταμαυρίσει | ||
β' ενικ. | καταμαύρισες | θα καταμαυρίσεις | να καταμαυρίσεις | καταμαύρισε | ||
γ' ενικ. | καταμαύρισε | θα καταμαυρίσει | να καταμαυρίσει | |||
α' πληθ. | καταμαυρίσαμε | θα καταμαυρίσουμε | να καταμαυρίσουμε | |||
β' πληθ. | καταμαυρίσατε | θα καταμαυρίσετε | να καταμαυρίσετε | καταμαυρίστε | ||
γ' πληθ. | καταμαύρισαν καταμαυρίσαν(ε) |
θα καταμαυρίσουν(ε) | να καταμαυρίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω καταμαυρίσει | είχα καταμαυρίσει | θα έχω καταμαυρίσει | να έχω καταμαυρίσει | ||
β' ενικ. | έχεις καταμαυρίσει | είχες καταμαυρίσει | θα έχεις καταμαυρίσει | να έχεις καταμαυρίσει | ||
γ' ενικ. | έχει καταμαυρίσει | είχε καταμαυρίσει | θα έχει καταμαυρίσει | να έχει καταμαυρίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε καταμαυρίσει | είχαμε καταμαυρίσει | θα έχουμε καταμαυρίσει | να έχουμε καταμαυρίσει | ||
β' πληθ. | έχετε καταμαυρίσει | είχατε καταμαυρίσει | θα έχετε καταμαυρίσει | να έχετε καταμαυρίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν καταμαυρίσει | είχαν καταμαυρίσει | θα έχουν καταμαυρίσει | να έχουν καταμαυρίσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία καταμαυρίζω
|