Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

καταμαυρίζω < κατα- + μαυρίζω • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ρήμα επεξεργασία

καταμαυρίζω


Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία