μαυρίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μαυρίζω <
- μαύρο + -ίζω
- από το μαύρου χρώματος σφαιρίδιο που έριχναν στην κάλπη όσοι ήταν αντίθετοι στην εκλογή κάποιου
Ρήμα
επεξεργασίαμαυρίζω
- (μεταβατικό) χρωματίζω κάτι, το βάφω μαύρο
- (αμετάβατο) παίρνω μαύρο χρώμα
- (αμετάβατο) (μεταφορικά) η επιδερμίδα μου παίρνει σκούρο χρώμα μετά από κάποια παρουσία στις ακτίνες του ήλιου
- (οικείο) καταψηφίζω (σε εκλογές για εκλογή ατόμων)
Εκφράσεις
επεξεργασία- τον μαυρίζω στο ξύλο → δείτε την έκφραση: σπάω στο ξύλο
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | μαυρίζω | μαύριζα | θα μαυρίζω | να μαυρίζω | μαυρίζοντας | |
β' ενικ. | μαυρίζεις | μαύριζες | θα μαυρίζεις | να μαυρίζεις | μαύριζε | |
γ' ενικ. | μαυρίζει | μαύριζε | θα μαυρίζει | να μαυρίζει | ||
α' πληθ. | μαυρίζουμε | μαυρίζαμε | θα μαυρίζουμε | να μαυρίζουμε | ||
β' πληθ. | μαυρίζετε | μαυρίζατε | θα μαυρίζετε | να μαυρίζετε | μαυρίζετε | |
γ' πληθ. | μαυρίζουν(ε) | μαύριζαν μαυρίζαν(ε) |
θα μαυρίζουν(ε) | να μαυρίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | μαύρισα | θα μαυρίσω | να μαυρίσω | μαυρίσει | ||
β' ενικ. | μαύρισες | θα μαυρίσεις | να μαυρίσεις | μαύρισε | ||
γ' ενικ. | μαύρισε | θα μαυρίσει | να μαυρίσει | |||
α' πληθ. | μαυρίσαμε | θα μαυρίσουμε | να μαυρίσουμε | |||
β' πληθ. | μαυρίσατε | θα μαυρίσετε | να μαυρίσετε | μαυρίστε | ||
γ' πληθ. | μαύρισαν μαυρίσαν(ε) |
θα μαυρίσουν(ε) | να μαυρίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω μαυρίσει | είχα μαυρίσει | θα έχω μαυρίσει | να έχω μαυρίσει | ||
β' ενικ. | έχεις μαυρίσει | είχες μαυρίσει | θα έχεις μαυρίσει | να έχεις μαυρίσει | ||
γ' ενικ. | έχει μαυρίσει | είχε μαυρίσει | θα έχει μαυρίσει | να έχει μαυρίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε μαυρίσει | είχαμε μαυρίσει | θα έχουμε μαυρίσει | να έχουμε μαυρίσει | ||
β' πληθ. | έχετε μαυρίσει | είχατε μαυρίσει | θα έχετε μαυρίσει | να έχετε μαυρίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν μαυρίσει | είχαν μαυρίσει | θα έχουν μαυρίσει | να έχουν μαυρίσει |
|