Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μαυρίζω <
  1. μαύρο + -ίζω
  2. από το μαύρου χρώματος σφαιρίδιο που έριχναν στην κάλπη όσοι ήταν αντίθετοι στην εκλογή κάποιου

  Ρήμα επεξεργασία

μαυρίζω

  1. (μεταβατικό) χρωματίζω κάτι, το βάφω μαύρο
  2. (αμετάβατο) παίρνω μαύρο χρώμα
  3. (αμετάβατο) (μεταφορικά) η επιδερμίδα μου παίρνει σκούρο χρώμα μετά από κάποια παρουσία στις ακτίνες του ήλιου
  4. (οικείο) καταψηφίζω (σε εκλογές για εκλογή ατόμων)

Εκφράσεις επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία