Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

καταψηφίζω < αρχαία ελληνική καταψηφίζομαι < ψῆφος ((σημασιολογικό δάνειο) (γαλλικά voter contre)

  Ρήμα επεξεργασία

καταψηφίζω

Συνώνυμα επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία