oppose
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | oppose |
γ΄ ενικό ενεστώτα | opposes |
αόριστος | opposed |
παθητική μετοχή | opposed |
ενεργητική μετοχή | opposing |
Ρήμα
επεξεργασίαoppose (en)
- αντιδρώ
- ↪ He opposes anything his parents say.
- Αντιδράει σε καθετί που λένε οι γονείς μου.
- ↪ He opposes anything his parents say.
Πηγές
επεξεργασία- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 76. ISBN 9780194325684., λήμμα: αντιδρώ