Ετυμολογία

επεξεργασία
υπερψηφίζω < υπερ- + ψηφίζω

υπερψηφίζω, αόρ.: υπερψήφισα, παθ.φωνή: υπερψηφίζομαι, π.αόρ.: υπερψηφίστηκα, μτχ.π.π.: υπερψηφισμένος

  Μεταφράσεις

επεξεργασία