υπερψηφίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαυπερψηφίζω, αόρ.: υπερψήφισα, παθ.φωνή: υπερψηφίζομαι, π.αόρ.: υπερψηφίστηκα, μτχ.π.π.: υπερψηφισμένος
- δίνω θετική ψήφο ψηφίζοντας υπέρ μιας πρότασης
- ↪ Το εργασιακό νομοσχέδιο υπερψηφίστηκε στη Βουλή, με 158 ψήφους.
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | υπερψηφίζω | υπερψήφιζα | θα υπερψηφίζω | να υπερψηφίζω | υπερψηφίζοντας | |
β' ενικ. | υπερψηφίζεις | υπερψήφιζες | θα υπερψηφίζεις | να υπερψηφίζεις | υπερψήφιζε | |
γ' ενικ. | υπερψηφίζει | υπερψήφιζε | θα υπερψηφίζει | να υπερψηφίζει | ||
α' πληθ. | υπερψηφίζουμε | υπερψηφίζαμε | θα υπερψηφίζουμε | να υπερψηφίζουμε | ||
β' πληθ. | υπερψηφίζετε | υπερψηφίζατε | θα υπερψηφίζετε | να υπερψηφίζετε | υπερψηφίζετε | |
γ' πληθ. | υπερψηφίζουν(ε) | υπερψήφιζαν υπερψηφίζαν(ε) |
θα υπερψηφίζουν(ε) | να υπερψηφίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | υπερψήφισα | θα υπερψηφίσω | να υπερψηφίσω | υπερψηφίσει | ||
β' ενικ. | υπερψήφισες | θα υπερψηφίσεις | να υπερψηφίσεις | υπερψήφισε | ||
γ' ενικ. | υπερψήφισε | θα υπερψηφίσει | να υπερψηφίσει | |||
α' πληθ. | υπερψηφίσαμε | θα υπερψηφίσουμε | να υπερψηφίσουμε | |||
β' πληθ. | υπερψηφίσατε | θα υπερψηφίσετε | να υπερψηφίσετε | υπερψηφίστε | ||
γ' πληθ. | υπερψήφισαν υπερψηφίσαν(ε) |
θα υπερψηφίσουν(ε) | να υπερψηφίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω υπερψηφίσει | είχα υπερψηφίσει | θα έχω υπερψηφίσει | να έχω υπερψηφίσει | ||
β' ενικ. | έχεις υπερψηφίσει | είχες υπερψηφίσει | θα έχεις υπερψηφίσει | να έχεις υπερψηφίσει | ||
γ' ενικ. | έχει υπερψηφίσει | είχε υπερψηφίσει | θα έχει υπερψηφίσει | να έχει υπερψηφίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε υπερψηφίσει | είχαμε υπερψηφίσει | θα έχουμε υπερψηφίσει | να έχουμε υπερψηφίσει | ||
β' πληθ. | έχετε υπερψηφίσει | είχατε υπερψηφίσει | θα έχετε υπερψηφίσει | να έχετε υπερψηφίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν υπερψηφίσει | είχαν υπερψηφίσει | θα έχουν υπερψηφίσει | να έχουν υπερψηφίσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | υπερψηφίζομαι | υπερψηφιζόμουν(α) | θα υπερψηφίζομαι | να υπερψηφίζομαι | ||
β' ενικ. | υπερψηφίζεσαι | υπερψηφιζόσουν(α) | θα υπερψηφίζεσαι | να υπερψηφίζεσαι | ||
γ' ενικ. | υπερψηφίζεται | υπερψηφιζόταν(ε) | θα υπερψηφίζεται | να υπερψηφίζεται | ||
α' πληθ. | υπερψηφιζόμαστε | υπερψηφιζόμαστε υπερψηφιζόμασταν |
θα υπερψηφιζόμαστε | να υπερψηφιζόμαστε | ||
β' πληθ. | υπερψηφίζεστε | υπερψηφιζόσαστε υπερψηφιζόσασταν |
θα υπερψηφίζεστε | να υπερψηφίζεστε | (υπερψηφίζεστε) | |
γ' πληθ. | υπερψηφίζονται | υπερψηφίζονταν υπερψηφιζόντουσαν |
θα υπερψηφίζονται | να υπερψηφίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | υπερψηφίστηκα | θα υπερψηφιστώ | να υπερψηφιστώ | υπερψηφιστεί | ||
β' ενικ. | υπερψηφίστηκες | θα υπερψηφιστείς | να υπερψηφιστείς | υπερψηφίσου | ||
γ' ενικ. | υπερψηφίστηκε | θα υπερψηφιστεί | να υπερψηφιστεί | |||
α' πληθ. | υπερψηφιστήκαμε | θα υπερψηφιστούμε | να υπερψηφιστούμε | |||
β' πληθ. | υπερψηφιστήκατε | θα υπερψηφιστείτε | να υπερψηφιστείτε | υπερψηφιστείτε | ||
γ' πληθ. | υπερψηφίστηκαν υπερψηφιστήκαν(ε) |
θα υπερψηφιστούν(ε) | να υπερψηφιστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω υπερψηφιστεί | είχα υπερψηφιστεί | θα έχω υπερψηφιστεί | να έχω υπερψηφιστεί | υπερψηφισμένος | |
β' ενικ. | έχεις υπερψηφιστεί | είχες υπερψηφιστεί | θα έχεις υπερψηφιστεί | να έχεις υπερψηφιστεί | ||
γ' ενικ. | έχει υπερψηφιστεί | είχε υπερψηφιστεί | θα έχει υπερψηφιστεί | να έχει υπερψηφιστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε υπερψηφιστεί | είχαμε υπερψηφιστεί | θα έχουμε υπερψηφιστεί | να έχουμε υπερψηφιστεί | ||
β' πληθ. | έχετε υπερψηφιστεί | είχατε υπερψηφιστεί | θα έχετε υπερψηφιστεί | να έχετε υπερψηφιστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν υπερψηφιστεί | είχαν υπερψηφιστεί | θα έχουν υπερψηφιστεί | να έχουν υπερψηφιστεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι υπερψηφισμένος - είμαστε, είστε, είναι υπερψηφισμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν υπερψηφισμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν υπερψηφισμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι υπερψηφισμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι υπερψηφισμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι υπερψηφισμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι υπερψηφισμένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασία υπερψηφίζω
|