Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

υπερψηφίζω < υπερ- + ψηφίζω

  Ρήμα επεξεργασία

υπερψηφίζω, αόρ.: υπερψήφισα, παθ.φωνή: υπερψηφίζομαι, π.αόρ.: υπερψηφίστηκα, μτχ.π.π.: υπερψηφισμένος

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία