Δείτε επίσης: λευκοφορῶ

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

λευκοφορώ < ελληνιστική κοινή λευκοφορέω / λευκοφορῶ < λευκοφόρος < αρχαία ελληνική λευκός + φέρω

  Ρήμα επεξεργασία

λευκοφορώ

Συνώνυμα επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία