λευχειμονώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- λευχειμονώ < αρχαία ελληνική λευχειμονέω / λευχειμονῶ < λευχείμων
Ρήμα
επεξεργασίαλευχειμονώ
- (αρχαιοπρεπές) είμαι ντυμένος στα λευκά
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία λευχειμονώ
|