λευχειμονέω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- λευχειμονέω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
επεξεργασίαλευχειμονέω
- είμαι ντυμένος στα λευκά
- ※ 3ος κε αιώνας ⌘ Ιππόλυτος Ρώμης, Refutatio Omnium Haeresium (= Philosophumena), Κατά πασών αιρέσεων έλεγχος, Φιλοσοφούμενα, 9.19, @scaife.perseus
- Χειροτονοῦνται δὲ οἱ ἐπιμεληταὶ οἱ πάντων κοινῶν φροντίζοντες, πάντες δὲ ἀεὶ λευχειμονοῦσι.
- → δείτε παράθεμα στη μετοχή ενεστώτα λευχειμονῶν
- ※ 3ος κε αιώνας ⌘ Ιππόλυτος Ρώμης, Refutatio Omnium Haeresium (= Philosophumena), Κατά πασών αιρέσεων έλεγχος, Φιλοσοφούμενα, 9.19, @scaife.perseus
Κλίση
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- λευχειμονέω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.