Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ασπροφορεμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ασπροφορεμέν
ος
η
ασπροφορεμέν
η
το
ασπροφορεμέν
ο
γενική
του
ασπροφορεμέν
ου
της
ασπροφορεμέν
ης
του
ασπροφορεμέν
ου
αιτιατική
τον
ασπροφορεμέν
ο
την
ασπροφορεμέν
η
το
ασπροφορεμέν
ο
κλητική
ασπροφορεμέν
ε
ασπροφορεμέν
η
ασπροφορεμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ασπροφορεμέν
οι
οι
ασπροφορεμέν
ες
τα
ασπροφορεμέν
α
γενική
των
ασπροφορεμέν
ων
των
ασπροφορεμέν
ων
των
ασπροφορεμέν
ων
αιτιατική
τους
ασπροφορεμέν
ους
τις
ασπροφορεμέν
ες
τα
ασπροφορεμέν
α
κλητική
ασπροφορεμέν
οι
ασπροφορεμέν
ες
ασπροφορεμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ασπροφορεμένος
<
άσπρος
+
-ο-
+
φορεμένος
Μετοχή
επεξεργασία
ασπροφορεμένος
ο
ασπροντυμένος
Συνώνυμα
επεξεργασία
→
δείτε
τη λέξη
ασπροντυμένος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ασπροφορεμένος
→
δείτε
τη λέξη
ασπροντυμένος