ασπροφορεμένων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος μετοχής
επεξεργασίαασπροφορεμένων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του ασπροφορεμένος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του ασπροφορεμένος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του ασπροφορεμένος