φορεμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- φορεμένος, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος φορώ
Μετοχή
επεξεργασία
φορεμένος, -η, -ο
- που έχει ξαναφορεθεί, δεν είναι "του κουτιού", δεν είναι αχρησιμοποίητος, που έχει ξαναχρησιμοποιηθεί ως ρούχο, είναι μεταχειρισμένος, πιθανώς φθαρμένος και πάντως δεν αποτελεί ως ένδυμα την πρώτη επιλογή κάποιου για να το φορέσει
- Δεν θέλω το μαγιό της βιτρίνας ή της κρεμάστρας, γιατί μπορεί να είναι φορεμένο. Θέλω το ίδιο, αλλά συσκευασμένο.
- Το κόκκινο φουστάνι είναι φορεμένο, θέλω άλλο (δηλαδή το έβαλα και χτες, με έχουν ξαναδεί με αυτό|ή μυρίζει και θέλει πλύσιμο| ή είναι μεταχειρισμένο από άλλον και δεν το προπτιμώ)
Συγγενικά
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
φορεμένος
|