ασπροεντυμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ασπροεντυμένος < ασπρο- + εντυμένος, ιδιωματικός τύπος του ντυμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος ἐντύνω, τύπος για τη μεσαιωνική ελληνική ἐνδύω [1]
Μετοχή
επεξεργασίαασπροεντυμένος, -η, -ο
- (λογοτεχνικό) άλλη γραφή του ασπροντυμένος [2]
- ※ Διονύσιος Σολωμός, Η Αγνώριστη greek-language.gr, 1η στροφή
Ποιά είναι τούτη
που κατεβαίνει
ασπροεντυμένη
οχ το βουνό;
- ※ Διονύσιος Σολωμός, Η Αγνώριστη greek-language.gr, 1η στροφή
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ ενδύω - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
- ↑ Όροι με ντυμένος — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)